μαγαρισμένος

μαγαρισμένος
η , ο
1) нечестивый; иноверный; неверный, поганый (уст. ); 2) запачканный, замаранный, загаженный; 3) осквернённый; опоганенный; 4) заразный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαγαρισμένος" в других словарях:

  • μαγαρισμένος — η, ο (Μ μαγαρισμένος, η, ον) βλ. μαγαρίζω …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζομαι — μαγαρίζομαι, μαγαρίστηκα, μαγαρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαγαρίζω — μαγάρισα, μαγαρίστηκα, μαγαρισμένος 1. λερώνω, βρομίζω, κοπρίζω: Μπήκε ο σκύλος στην κουζίνα και τη μαγάρισε. 2. μτφ., μολύνω, μιαίνω, βεβηλώνω: Οι βέβηλοι μαγάρισαν τον ιερό χώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»